- συγγνωρίζω
- Α [γνωρίζω]1. είμαι επίσης γνώστης2. (το αρσ. πληθ. μτχ. παθ. ενεστ. ως ουσ.) οί συγγνωριζόμενοιπρόσωπα που γνωρίζονται μεταξύ τους.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συγγνωριζομένων — συγγνωρίζω share in knowledge pres part mp fem gen pl συγγνωρίζω share in knowledge pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγγνωριζόμενον — συγγνωρίζω share in knowledge pres part mp masc acc sg συγγνωρίζω share in knowledge pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγγνωριζομένου — συγγνωρίζω share in knowledge pres part mp masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγγνωρίζειν — συγγνωρίζω share in knowledge pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγγνωρίζεται — συγγνωρίζω share in knowledge pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γνωρίζω — και εγνωρίζω και ηγνωρίζω (AM γνωρίζω, Μ και ἐγνωρίζω και ἠγνωρίζω) 1. έχω μάθει, ξέρω κάτι 2. έχω γνωριμία με κάποιον, ξέρω κάποιον 3. αναγνωρίζω, παραδέχομαι κάτι 4. καθιστώ γνωστό, ανακοινώνω κάτι σε κάποιον 5. επαναφέρω στη μνήμη μου,… … Dictionary of Greek
συγγνωρίσας — συγγνωρίσᾱς , συγγνωρίζω share in knowledge aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)